- ὀπωρῶν
- ὀπώραthe part of the year between the rising of Sirius and of Arcturusfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀπωρῶν — Ὀπώρη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
овощьѥ — ОВОЩЬ|Ѥ (5*), ˫А с. собир. Плоды, овощи, фрукты: Всѧкѡ овощье в домы да посылаѥть(с). (αἱ ὀπώραι) КР 1284, 37б; гроздиѥ бо въ цр҃квь паче всѧкого иного ѡвощь˫а приносить(с) (τῶν… ὀπωρών) Там же; Кромѣ гроздь˫а ѥдиного иного овощь˫а начаткы не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οπωροθεραπεία — η η λήψη οπωρών για θεραπευτικούς σκοπούς, φρουτοθεραπεία … Dictionary of Greek
οπωροπωλείο — το κατάστημα πώλησης οπωρών, μανάβικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπωροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek